- ακουσματικός
- ἀκουσματικός, -ή, -ὸν (AM) [ἄκουσμα]1. ο πρόθυμος να ακούει2. (πληθ. αρσ. ως ουσ.) οἱ ἀκουσματικοίοι δόκιμοι μαθητές τής σχολής τού Πυθαγόρα, οι ακροατές τής απόκρυφης διδασκαλίας του.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀκουσματικός — eager to hear masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκουσματικῶν — ἀκουσματικός eager to hear fem gen pl ἀκουσματικός eager to hear masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκουσματικοῖς — ἀκουσματικός eager to hear masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκουσματικοί — ἀκουσματικός eager to hear masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκουσματικούς — ἀκουσματικός eager to hear masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άκουσμα — Αυτό που ακούμε· επίσης, η φήμη. Στον πληθυντικό α. λέγονται οι συνθηματικές λέξεις ή φράσεις που χρησιμοποιούσαν οι μύστες των πυθαγορείων ως σημεία μεταξύ τους αναγνώρισης. * * * το (Α ἄκουσμα) 1. αυτό που πληροφορείται κανείς με την ακοή 2.… … Dictionary of Greek
ακουστικός — ή, ό (AM ἀκουστικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην αίσθηση τής ακοής ή στο ακουστικό όργανο 2. ο κατάλληλος για την αίσθηση τής ακοής νεοελλ. 1. (για τύπους προσώπων) ο ευαίσθητος στις ακουστικές αντιλήψεις 2. το θηλ. ως ουσ. η… … Dictionary of Greek